- λιγδερός
- η , ό1) жирный; 2) грязный, засаленный; 3) скользкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιγδερός — ή, ό 1. λιπαρός: Στο ύφασμα υπήρχε ένας λιγδερός λεκές. 2. βρομιάρης: Το φόρεμά της ήταν λιγδερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγδερός — ή, ό [λίγδα] 1. αυτός που περιέχει πολλές λιπαρές ουσίες, λιπαρός 2. βρομιάρης, λιγδιάρης 3. ολισθηρός, γλιστερός … Dictionary of Greek